Ο Igor Sergeyevich Ivanov είναι τέως υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας και πρόεδρος του Ρωσικού Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων. Σε άρθρο του στην "Russia Direct" εκφράζει μια ενδιαφέρουσα άποψη για τις σχέσεις Ρωσίας και Η.Π.Α., υπό την έννοια του ότι δίνει κάποιες απαντήσεις για την συνολική στάση της Ρωσίας. Όλο το άρθρο χαρακτηρίζεται από μετριοπάθεια και μια πολύ προσεκτική προσέγγιση που προσπαθεί να αποφύγει τα σημεία αντιπαράθεσης και ψάχνει να βρει σημεία συμφωνίας. Πιστεύω εκφράζει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τη Ρωσική προσέγγιση του θέματος.
Σε όλη την ιστορία των Ρωσο-Αμερικανικών σχέσεων μετά τον «Ψυχρό Πόλεμο», οι διμερείς σχέσεις ποτέ δεν είχαν βρεθεί σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όπως σήμερα. Οι διμερείς επαφές σε όλους σχεδόν τους τομείς και σε όλα τα επίπεδα είναι είτε παγωμένα, ή έχουν ανασταλεί ή είναι υποτονικές στην καλύτερη περίπτωση. Οι δύο πλευρές ανταγωνίζονται μεταξύ τους με επιθετική ρητορική, ενώ η αμοιβαία καχυποψία και οι αρνητικές αντιλήψεις έχουν προχωρήσει πέρα από τις πολιτικές ελίτ στη διαμόρφωση της δημόσιας κοινής γνώμης και στις δύο χώρες. Μπορεί να συζητάμε επί μακρόν και παθιασμένα για το ποιος, πώς και γιατί έφερε τις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών σε μια τέτοια κατάσταση. Σήμερα όμως το πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις που θα επιφέρει στις χώρες μας αλλά και σε όλο τον κόσμο αυτή η κατάσταση που επικρατεί στις Ρωσο-Αμερικανικές σχέσεις. Θα πρέπει να αρχίσουμε, όπως φαίνεται, από τη συνεχιζόμενη κρίση στην Ουκρανία.
Πολλοί πιστεύουν ότι η δραματική κατάσταση στην Ουκρανία θα αποτελούσε ένα ισχυρό κίνητρο για μια κριτική επανεξέταση της σύγχρονης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής, για την αναζήτηση νέων προσεγγίσεων στη διεθνή ασφάλεια. Κάθε μεγάλη κρίση είναι ταυτόχρονα και μεταβατικός χρόνος για την αναβάθμιση του συστήματος των διεθνών σχέσεων, ο καταλύτης της αλλαγής των πνευματικών και πολιτικών προτύπων. Δυστυχώς, στην περίπτωση της Ουκρανίας, αυτός ο γενικός κανόνας προς το παρόν δεν λειτουργεί. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει, όταν παρατηρείς τις συζητήσεις για το ουκρανικό θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά τον πλουραλισμό των απόψεων αναφορικά με τις αιτίες, τη δυναμική και τις πιθανές συνέπειες της ουκρανικής κρίσης, στο περιβάλλον των Αμερικανών πολιτικών και εμπειρογνωμόνων, η συζήτηση για το θέμα αυτό εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά σε δύο σημεία: Πρώτον, διενεργείται μια ζωηρή συζήτηση για τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Δεύτερον, φαίνεται ότι η Αμερικανική πολιτική ελίτ επιδιώκει –με κάθε τρόπο– να πείσει τον εαυτό της και τους συνεργάτες της, ότι οι Η.Π.Α. είναι αρκούντως ικανές να προχωρήσουν χωρίς τη Ρωσία στην επίλυση σημαντικών διεθνών προβλημάτων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η συζήτηση που γίνεται στην Ουάσινγκτον μοιάζει εντυπωσιακά με τις δικές μας συζητήσεις στη Μόσχα για την κρίση στην Ουκρανία. Από τη μία πλευρά, προσπαθούμε για άλλη μια φορά να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι δεν φοβόμαστε τις οποιεσδήποτε κυρώσεις που τυχόν μας επιβληθούν. Από την άλλη, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και οι τηλεοπτικοί σταθμοί μας εξηγούν ξανά και ξανά ότι δεν είναι η Αμερική «όλος ο κόσμος», όπως επίσης, ότι η Ρωσία δεν έχει να χάσει και τόσα πολλά, ακόμα και αν ελαχιστοποιήσει τη συνεργασία της με τις Η.Π.Α. Σε αυτή την επικοινωνιακή αντιπαράθεση είναι δύσκολο να βρείτε νέες ιδέες και καινοτόμες προτάσεις για την επίλυση της κρίσης. Αλλά είναι πολύ εύκολο να βρείτε το στυλ της πολεμικής ρητορικής, τα προπαγανδιστικά κλισέ και τα στερεότυπα του «Ψυχρού Πολέμου».
Η αναβίωση φαντασμάτων και φοβιών μιας άλλης εποχής, τόσο για τη μία, όσο και για την άλλη πλευρά, θα μπορούσε να αποδοθεί στον αυξημένο βαθμό των συναισθημάτων, ενός εγγενούς χαρακτηριστικού οποιασδήποτε σοβαρής διεθνούς κρίσης. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η αρνητική πολιτική ρητορική, έχει τη δυσάρεστη ιδιότητα να μετουσιώνεται σε πολιτική πρακτική. Ήδη σήμερα βλέπουμε να παγώνει η Ρωσο-Αμερικανική συνεργασία, να σταματούν οι επαφές σε διάφορα επίπεδα και να καταστρέφεται το εύθραυστο οικοδόμημα των διμερών σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρώτα απ’ όλα, η ιδέα ότι κατά τη διάρκεια μιας κρίσης πρέπει αναγκαστικά να ελαχιστοποιηθεί η επικοινωνία της μιας πλευράς με την άλλη, φαίνεται παράλογη. Αντίθετα, στη διάρκεια της κρίσης χρειάζεται περισσότερο από ποτέ ο διάλογος, διότι χωρίς αυτόν είναι αδύνατο να συμφωνηθεί κάτι, έστω και θεωρητικά. Και ο διάλογος είναι απαραίτητος, όχι μόνο σε επίπεδο προέδρων και υπουργών Εξωτερικών, αλλά και σε επίπεδο κυβερνητικών αξιωματούχων χαμηλότερου επιπέδου, που εκπροσωπούν ένα ευρύ φάσμα υπουργείων και οργανισμών των δύο πλευρών. Χρειαζόμαστε το διάλογο ανάμεσα σε βουλευτές, ανάμεσα σε ανεξάρτητα αναλυτικά κέντρα, χρειαζόμαστε την ενεργή συνεργασία των μέσων ενημέρωσης, των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και του ιδιωτικού τομέα. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου εντατικού διαλόγου σε διάφορες πλατφόρμες μπορούμε να βρούμε πρακτικές λύσεις που δεν καταφέρνουν πάντα να βρουν οι ηγέτες των κυβερνήσεων και οι υπουργοί κατά τη διάρκεια των αναπόφευκτα σύντομων συναντήσεων και τηλεφωνικών συνομιλιών.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό, ότι η Ρωσία μπορεί να ζήσει χωρίς την Αμερική και οι Η.Π.Α. μπορούν να κάνουν χωρίς εμάς, τότε είναι εμφανές ότι εδώ πρέπει να διευκρινισθεί τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «να ζήσει». Φυσικά, οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν κάνουν τη διαφορά, ούτε μπορούν να καθορίσουν το συνολικό πλαίσιο των διμερών σχέσεων. Και εννοείται ότι η έλλειψη στρατηγικής αλληλεπίδρασης μεταξύ Κρεμλίνου και Λευκού Οίκου δεν θα οδηγήσει αυτόματα σε έναν πυρηνικό πόλεμο. Είναι από καιρό κατανοητό σε όλους ότι στο σύγχρονο πολυκεντρικό κόσμο ο άξονας Μόσχα–Washington δεν παίζει τον κεντρικό ρόλο που έπαιζε στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.
Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι το πάγωμα στη Ρωσο-Αμερικανική συνεργασία θα δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό τη διευθέτηση αρκετών και διαφορετικών μεταξύ τους διεθνών θεμάτων και ότι ορισμένα προβλήματα θα παραμείνουν άλυτα. Αυτό ισχύει και για τις περιφερειακές κρίσεις, αλλά και για το κρίσιμο θέμα της μη διάδοσης των πυρηνικών. Το ίδιο ισχύει και για την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας και για τη μάχη που δίνεται ενάντια στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών. Θα δυσκολευτεί η κοινή προσπάθεια στην εξερεύνηση του διαστήματος, όπως και η διεθνής συνεργασία στην Αρκτική. Παρά τη σοβαρότητα της κρίσης στην Ουκρανία, δεν εξαντλείται με αυτή την κρίση η παγκόσμια πολιτική ατζέντα. Όπως επίσης και το να τίθεται όλο το φάσμα των διμερών Ρωσο-Αμερικανικών σχέσεων σε άμεση εξάρτηση από ένα διεθνές γεγονός, θα ήταν, τουλάχιστον, διπλωματικά και πολιτικά μια κοντόφθαλμη κίνηση.
Κάθε κρίση είναι μια δοκιμασία για όλους. Άραγε, αρκεί η σοφία όλων των εμπλεκομένων πλευρών για να μην «κοπούν οι γέφυρες» και να μην υποκύψουν στα στιγμιαία συναισθήματα, να δουν πέρα από τις τακτικές νίκες και ήττες τις μακροπρόθεσμες προοπτικές; Θέλω να ελπίζω ότι Η.Π.Α. και Ρωσία θα ξεπεράσουν αυτή τη δοκιμασία με τις ελάχιστες απώλειες, τόσο για τις ίδιες τις χώρες, όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο.
Κλείνοντας, θα συμφωνήσω με τον Roberts και θα διαφωνήσω λίγο με το πνεύμα του Ivanov: Η Ρωσία πρέπει να καταλάβει πως είναι λάθος της να επιδιώκει την αποδοχή της Δύσης! Η Ρωσία εκφράζει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είναι η Δύση και άρα ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει την αποδοχή της παρά μόνο αν αλλάξει. Αν αλλάξει, όμως, θα πάψει να είναι αυτοκρατορία και θα αποτελέσει ακόμα μια μαριονέτα στον περιοδεύοντα θίασο του Δυτικού αποτυχημένου πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου