Χωρίς κανένα άλλο σχόλιο, παραθέτω αυτούσια την σημερινή (4/10/2017) σπουδαία ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με την προσπάθεια, που γίνεται από σύσσωμο το σάπιο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα για να διασπάσει την άρρηκτη σχέση της Εκκλησίας με το Ελληνικό Κράτος. Οι επισημάνσεις είναι προσωπικές μου και δεν υπάρχουν στο επίσημο κείμενο.
«Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 4 Οκτωβρίου 2017, στη δεύτερη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διαπιστώθηκε απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, εξ αφορμής της Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού με θέμα: «Μύθοι και πραγματικότης επί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, εν όψει της Συνταγματικής αναθεωρήσεως» σημειώνει, ότι ο επανακαθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας είναι υπόθεση πολύπλοκη, ευαίσθητη και πολυδιάστατη. Συγκεκριμένα η Εκκλησία διασαφηνίζει ότι:
1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης. Παράλληλα η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο "χωρισμός" στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής Ελληνικός λαός. Η Εκκλησία … δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας.
2. Ουδεμία απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων. Αντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή Κράτος Μέρος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ελεύθερο με βάση τα ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα του να οριοθετήσει τη σχέση του με τα υποκείμενα θρησκευτικά σώματα ή κοινότητες και συγχρόνως να παράγει εσωτερικό–εθνικό δίκαιο καθόλα αποδεκτό και σεβαστό από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό θρησκευτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αλλά και κρατική μισθοδοσία ή κρατική ενίσχυση της μισθοδοσίας του Κλήρου ή κρατικές επιχορηγήσεις προς τα θρησκεύματα ή μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα προβλέπονται στην νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Η διαμόρφωση λοιπόν του οποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέσεων ως εσωτερική υπόθεση κάθε Κράτους–Μέλους απαιτεί διάλογο με κύριο άξονα την ιδιοπροσωπία κάθε Κράτους–Μέλους, και μάλιστα όπως αυτή περιγράφεται από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πραγματικότητα και δεν προκαθορίζεται από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κεκτημένο.
3. Η Εκκλησία κατά την ρύθμιση των σχέσεών Της βασίζεται κυρίως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και είναι υποκείμενο θρησκευτικής ελευθερίας και αυτονομίας έναντι του Κράτους. Η Εκκλησία δεν θεωρεί ότι η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου χορηγεί στην Πολιτεία το δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς. Ούτε φυσικά η μισθοδοσία είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων, ούτε χορηγεί στην νομοθετούσα Πολιτεία το δικαίωμα ωμής εισόδου σε εκκλησιαστικά θέματα.
4. Η «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας η επί το θεολογικότερον η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος» , δηλαδή η παροχή πλήρους θρησκευτικής αυτονομίας για τα εσωτερικά Της ζητήματα, δεν έχει απολύτως καμία αιτιώδη σχέση με την οποιαδήποτε αλλαγή της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών φορέων από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού δικαίου. Επίσης πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι ζήτημα που ρυθμίζει ο νομοθέτης κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα. Αντίθετα ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
5. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το Κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, που αρύεται την ύπαρξή της από την κρατική επίνευση, αλλά ως κοινότητα Κλήρου και Λαού. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει Θεοΐδρυτη προέλευση, όπως αναγνωρίζει και το άρθρο 1 του Καταστατικού Χάρτου Της, η δε κοσμική Της έκφανση και λειτουργία υπό την μορφή κοσμικού οργανισμού έχει το ποίμνιό Της ως λαϊκή και δημοκρατική βάση της νομιμοποιήσεώς Της. Είναι φορέας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συζητεί τα θρησκευτικά του ζητήματα με την κρατική εξουσία, όπως πράττουν και οι συμπολίτες μας άλλων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων θρησκευτικών κοινοτήτων.
6. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας. Οι παραπάνω συμβολισμοί εκφράζουν την πάγια και ιστορική σχέση του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, που έχει πολλές προεκτάσεις πολιτισμικές, κοινωνικές, γλωσσικές και ηθικές στην ιδιοσυγκρασία του σημερινού Έλληνα, τις οποίες ακόμη ψηλαφούμε στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.
7. Με δεδομένο ότι η συνταγματική και διαπιστωτική αναγνώριση της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως «επικρατούσας θρησκείας» διαδραματίζει ρόλο ενός πληθυσμιακού, ιστορικού και πολιτισμικού τεκμηρίου για τον νομοθέτη, τον δικαστή και την κρατική διοίκηση, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να αποσαφηνίσει προς την πολιτική εξουσία ότι η αναγνώριση της ιστορικότητας και της ενεργού θρησκευτικής παραδόσεως του ελληνικού Έθνους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά την ισότιμη και πλήρη πρόσβαση κάθε πολίτη ή κατοίκου της Ελλάδας στα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν είναι Έλληνας το γένος η ορθόδοξος χριστιανός κατά το θρήσκευμα.
8. Το Ελληνικό Έθνος είχε μετά τον εκχριστιανισμό του έναν ιστορικά σταθερό πυρήνα, που περιλαμβάνει και την Ορθόδοξη θρησκεία. Κατά συνέπεια, η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μίας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του. Στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας.
9. Ως προς την σχέση μεταξύ εθνικής – θρησκευτικής «Ταυτότητας» και «Δημοκρατίας». Το ένα δεν αποκλείει, ούτε περιορίζει το άλλο. Η θέση της Εκκλησίας πρέπει να είναι ότι πρόκειται για συμπορευόμενες και μη συγκρουόμενες έννοιες. Συγχέουν διαφορετικά και άσχετα μεγέθη οι αναθεωρητικές προτάσεις να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από τον συνταγματικό ή κοινό νομοθέτη αναφορές που δείχνουν αναγνώριση της θρησκευτικής ταυτότητας του Ελληνικού Έθνους ως στοιχείο, που επαναλαμβάνει και σε νομικό επίπεδο το Κράτος, ως πολιτικός φορέας του Έθνους.
10. Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να προωθεί την πλήρη κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής Της και με προσθήκη σαφούς διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος που θα προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, στόχος από τον οποίο απέχει τόσο και η νομοθεσία όσο και η νομολογία. Το άρθρο 3 αυτήν την στιγμή λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το άρθρο 13, καθώς παγίως ερμηνεύεται ότι μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια βάσει του άρθρου 3 Συντ. η Πολιτεία μπορεί να νομοθετεί και επί εσωτερικών θρησκευτικών ζητημάτων της ορθόδοξης Εκκλησίας και χωρίς την συναίνεση της τελευταίας και επομένως η Εκκλησία δεν έχει πλήρη τα δικαιώματα θρησκευτικής αυτονομίας, που προκύπτουν από το άρθρο 13 για άλλες θρησκευτικές κοινότητες.
11. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί σχέσεις συνεργασίας με το Κράτος, διατηρώντας το νομικό status Της. Για τον λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί «νομοθετική εξουσιοδότηση» στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό Της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής Της.
12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν.
13. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κειμένη εντός του κλίματος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στηρίζει την διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην Ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2).
Το θέμα της αναθεώρησης του πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον χώρο της ελληνικής επικράτειας είναι περισσότερο ζήτημα αλλαγής της απαρχαιωμένης τυπικής νομοθεσίας από την Βουλή, και λιγότερο ζήτημα αλλαγής του Συντάγματος, και οπωσδήποτε είναι ένα θέμα πολυσύνθετο, πολύπλοκο, ευαίσθητο, πολυδιάστατο και δαιδαλώδες, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η διαμόρφωσή του δεν ήταν μία στιγμιαία κατάσταση αλλά αποτελεί καρπό εξελίξεων και διαμόρφωσης.
Προς διαρκή μελέτη του θέματος ωρίσθη Επιτροπή αποτελουμένη εκ των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών: Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θα αποφασίσει για τα λαϊκά μέλη της Επιτροπής».
«Συνήλθε σήμερα Τετάρτη, 4 Οκτωβρίου 2017, στη δεύτερη Τακτική Συνεδρία της η Ιερά Συνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπό την Προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στην Αίθουσα Συνεδριών της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας.
Μετά την προσευχή ανεγνώσθη ο Κατάλογος των συμμετεχόντων Ιεραρχών και διαπιστώθηκε απαρτία. Κατόπιν επικυρώθηκαν τα Πρακτικά της χθεσινής Συνεδρίας.
Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, εξ αφορμής της Εισηγήσεως του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού με θέμα: «Μύθοι και πραγματικότης επί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, εν όψει της Συνταγματικής αναθεωρήσεως» σημειώνει, ότι ο επανακαθορισμός των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας είναι υπόθεση πολύπλοκη, ευαίσθητη και πολυδιάστατη. Συγκεκριμένα η Εκκλησία διασαφηνίζει ότι:
1. Οποιαδήποτε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (άρθρο 110 παρ. 2) απόκειται στην πρωτοβουλία της Βουλής. Επομένως η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό θα γίνει με διακομματική Επιτροπή των Κοινοβουλευτικών Κομμάτων και όχι με εκπροσώπους της Κυβέρνησης. Παράλληλα η Εκκλησία, οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο "χωρισμός" στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθή μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι’ αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό την δίνει πάντοτε, «θάττον ή βράδιον» ο ίδιος ο ευλαβής Ελληνικός λαός. Η Εκκλησία … δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας.
2. Ουδεμία απαίτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης υφίσταται, ως επιχείρημα, για τον τρόπο καθορισμού του πλαισίου των σχέσεων. Αντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή Κράτος Μέρος της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ελεύθερο με βάση τα ιστορικά και πολιτιστικά δεδομένα του να οριοθετήσει τη σχέση του με τα υποκείμενα θρησκευτικά σώματα ή κοινότητες και συγχρόνως να παράγει εσωτερικό–εθνικό δίκαιο καθόλα αποδεκτό και σεβαστό από το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό θρησκευτικοί φορείς με νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου, αλλά και κρατική μισθοδοσία ή κρατική ενίσχυση της μισθοδοσίας του Κλήρου ή κρατικές επιχορηγήσεις προς τα θρησκεύματα ή μάθημα θρησκευτικών με ομολογιακό χαρακτήρα προβλέπονται στην νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Η διαμόρφωση λοιπόν του οποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέσεων ως εσωτερική υπόθεση κάθε Κράτους–Μέλους απαιτεί διάλογο με κύριο άξονα την ιδιοπροσωπία κάθε Κράτους–Μέλους, και μάλιστα όπως αυτή περιγράφεται από την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και πραγματικότητα και δεν προκαθορίζεται από οποιοδήποτε ευρωπαϊκό κεκτημένο.
3. Η Εκκλησία κατά την ρύθμιση των σχέσεών Της βασίζεται κυρίως στο άρθρο 13 του Συντάγματος και είναι υποκείμενο θρησκευτικής ελευθερίας και αυτονομίας έναντι του Κράτους. Η Εκκλησία δεν θεωρεί ότι η νομική προσωπικότητα δημοσίου δικαίου χορηγεί στην Πολιτεία το δικαίωμα να νομοθετεί μονομερώς. Ούτε φυσικά η μισθοδοσία είναι ζήτημα θεσμικών σχέσεων, ούτε χορηγεί στην νομοθετούσα Πολιτεία το δικαίωμα ωμής εισόδου σε εκκλησιαστικά θέματα.
4. Η «αποκρατικοποίηση» της Εκκλησίας η επί το θεολογικότερον η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος» , δηλαδή η παροχή πλήρους θρησκευτικής αυτονομίας για τα εσωτερικά Της ζητήματα, δεν έχει απολύτως καμία αιτιώδη σχέση με την οποιαδήποτε αλλαγή της νομικής προσωπικότητας των εκκλησιαστικών φορέων από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικού δικαίου. Επίσης πρέπει να καταστεί σαφές ότι η νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας είναι ζήτημα που ρυθμίζει ο νομοθέτης κατά το άρθρο 72 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν προκαθορίζεται από το Σύνταγμα. Αντίθετα ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής αυτονομίας της Εκκλησίας, αλλά και όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων προκύπτει ως μονοσήμαντη υποχρέωση για το Κράτος απευθείας από το άρθρο 13 του Συντάγματος και από τα άρθρα 9 και 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
5. Η Εκκλησία της Ελλάδος διαλέγεται με το Κράτος, όχι με την ιδιότητα της θρησκευτικής γραφειοκρατίας του Δημοσίου, που αρύεται την ύπαρξή της από την κρατική επίνευση, αλλά ως κοινότητα Κλήρου και Λαού. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει Θεοΐδρυτη προέλευση, όπως αναγνωρίζει και το άρθρο 1 του Καταστατικού Χάρτου Της, η δε κοσμική Της έκφανση και λειτουργία υπό την μορφή κοσμικού οργανισμού έχει το ποίμνιό Της ως λαϊκή και δημοκρατική βάση της νομιμοποιήσεώς Της. Είναι φορέας ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που συζητεί τα θρησκευτικά του ζητήματα με την κρατική εξουσία, όπως πράττουν και οι συμπολίτες μας άλλων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων θρησκευτικών κοινοτήτων.
6. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε συμβολική υποβάθμιση ή θεσμική υποτίμησή Της στο πλαίσιο είτε της αναθεωρήσεως του Συντάγματος είτε τροποποιήσεως της τυπικής, κοινής νομοθεσίας. Οι παραπάνω συμβολισμοί εκφράζουν την πάγια και ιστορική σχέση του Ελληνικού Έθνους με την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση, που έχει πολλές προεκτάσεις πολιτισμικές, κοινωνικές, γλωσσικές και ηθικές στην ιδιοσυγκρασία του σημερινού Έλληνα, τις οποίες ακόμη ψηλαφούμε στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της χώρας.
7. Με δεδομένο ότι η συνταγματική και διαπιστωτική αναγνώριση της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστης ως «επικρατούσας θρησκείας» διαδραματίζει ρόλο ενός πληθυσμιακού, ιστορικού και πολιτισμικού τεκμηρίου για τον νομοθέτη, τον δικαστή και την κρατική διοίκηση, η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να αποσαφηνίσει προς την πολιτική εξουσία ότι η αναγνώριση της ιστορικότητας και της ενεργού θρησκευτικής παραδόσεως του ελληνικού Έθνους στο άρθρο 3 του Συντάγματος, σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει αρνητικά την ισότιμη και πλήρη πρόσβαση κάθε πολίτη ή κατοίκου της Ελλάδας στα συνταγματικά δικαιώματα, ακόμα και εάν δεν είναι Έλληνας το γένος η ορθόδοξος χριστιανός κατά το θρήσκευμα.
8. Το Ελληνικό Έθνος είχε μετά τον εκχριστιανισμό του έναν ιστορικά σταθερό πυρήνα, που περιλαμβάνει και την Ορθόδοξη θρησκεία. Κατά συνέπεια, η αφαίρεση των στοιχείων θρησκευτικής ταυτότητας του Έθνους από το κείμενο του Συντάγματος θα αποτελούσε προσπάθεια εισαγωγής μίας νέας «εθνολογίας», καθώς αποκόπτει το Έθνος από ένα ουσιώδες περιεχόμενο του πυρήνα της ιστορικότητάς του, της ενεργού παράδοσής του και της παρούσης συλλογικής καθημερινότητάς του. Στο πλαίσιο αυτό δεν νομίζουμε ότι οποιαδήποτε πολιτική δύναμη έχει το δικαίωμα διατύπωσης της δικής της εκδοχής για την ιστορικότητα του Έλληνα μέσα στο Σύνταγμα ή την νομοθεσία, ούτε διαθέτει τη δημοκρατική νομιμοποίηση για να αναθεωρήσει τις ιστορικές παραμέτρους της εθνικής ταυτότητας.
9. Ως προς την σχέση μεταξύ εθνικής – θρησκευτικής «Ταυτότητας» και «Δημοκρατίας». Το ένα δεν αποκλείει, ούτε περιορίζει το άλλο. Η θέση της Εκκλησίας πρέπει να είναι ότι πρόκειται για συμπορευόμενες και μη συγκρουόμενες έννοιες. Συγχέουν διαφορετικά και άσχετα μεγέθη οι αναθεωρητικές προτάσεις να αποσιωπηθούν ή να απαλειφθούν από τον συνταγματικό ή κοινό νομοθέτη αναφορές που δείχνουν αναγνώριση της θρησκευτικής ταυτότητας του Ελληνικού Έθνους ως στοιχείο, που επαναλαμβάνει και σε νομικό επίπεδο το Κράτος, ως πολιτικός φορέας του Έθνους.
10. Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να προωθεί την πλήρη κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής Της και με προσθήκη σαφούς διάταξης ή ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 13 του Συντάγματος που θα προστατεύει την θρησκευτική ελευθερία, στόχος από τον οποίο απέχει τόσο και η νομοθεσία όσο και η νομολογία. Το άρθρο 3 αυτήν την στιγμή λειτουργεί ανταγωνιστικά προς το άρθρο 13, καθώς παγίως ερμηνεύεται ότι μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια βάσει του άρθρου 3 Συντ. η Πολιτεία μπορεί να νομοθετεί και επί εσωτερικών θρησκευτικών ζητημάτων της ορθόδοξης Εκκλησίας και χωρίς την συναίνεση της τελευταίας και επομένως η Εκκλησία δεν έχει πλήρη τα δικαιώματα θρησκευτικής αυτονομίας, που προκύπτουν από το άρθρο 13 για άλλες θρησκευτικές κοινότητες.
11. Η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμεί σχέσεις συνεργασίας με το Κράτος, διατηρώντας το νομικό status Της. Για τον λόγο αυτό μπορεί να περιληφθεί «νομοθετική εξουσιοδότηση» στο Σύνταγμα προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ώστε αυτή να εκδίδει, χωρίς την σύμπραξη της Βουλής, τον Καταστατικό Της Χάρτη και τις διοικητικές πράξεις αυτοοργάνωσής Της.
12. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα μπορούσε να ζητήσει την προσθήκη μνείας στο Σύνταγμα ότι η μισθοδοσία του κλήρου και η ενίσχυση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αποτελεί αναγνώριση των περιουσιακών υποχρεώσεων της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος χωρίς αποζημίωση της Εκκλησίας από την σύσταση του Κράτους και εντεύθεν.
13. Στο πλαίσιο της αναθεωρητικής συζήτησης η Εκκλησία της Ελλάδος, ως κειμένη εντός του κλίματος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, στηρίζει την διατήρηση στο Σύνταγμα του κατοχυρωμένου ιδιαίτερου καθεστώτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Αγίου Όρους (άρθρο 105) και των λοιπών εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών μέσα στην Ελληνική επικράτεια, ήτοι Εκκλησία της Κρήτης, Μητροπόλεις Δωδεκανήσου (άρθρο 3 παρ. 2).
Το θέμα της αναθεώρησης του πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στον χώρο της ελληνικής επικράτειας είναι περισσότερο ζήτημα αλλαγής της απαρχαιωμένης τυπικής νομοθεσίας από την Βουλή, και λιγότερο ζήτημα αλλαγής του Συντάγματος, και οπωσδήποτε είναι ένα θέμα πολυσύνθετο, πολύπλοκο, ευαίσθητο, πολυδιάστατο και δαιδαλώδες, εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι η διαμόρφωσή του δεν ήταν μία στιγμιαία κατάσταση αλλά αποτελεί καρπό εξελίξεων και διαμόρφωσης.
Προς διαρκή μελέτη του θέματος ωρίσθη Επιτροπή αποτελουμένη εκ των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών: Θεσσαλονίκης κ. Ανθίμου, Διδυμοτείχου, Ορεστιάδος και Σουφλίου κ. Δαμασκηνού, Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου και Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος θα αποφασίσει για τα λαϊκά μέλη της Επιτροπής».
αγιοι πατερες πρωτα καταδικαστε το κολυμπαρι κ τα αλλα τα βρισκουμε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι απίστευτη η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στα εξαιρετικά σοβαρά και στα υπόλοιπα ζητήματα. Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους είναι ΕΘΝΙΚΟ και ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ. Μια ανούσια ή/και ληστρική Σϋνοδος -που επί της ουσίας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά μία τρύπα στο νερό- δεν πρέπει να απασχολεί κανέναν! Η ενασχόλησή μας της δίνει κύρος, που από μόνη της δεν είχε, ούτε πρόκειται να αποκτήσει.
ΔιαγραφήΤο θέμα, όμως, των σχέσεων της Εκκλησίας και του Κράτους, ιδιαίτερα στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ σημαντικό, όπως ήδη προείπα! Όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα εργάζονται σύμφωνα με τις έξωθεν εντολές, προκειμένου να αποκόψουν την Ορθοδοξία από την ζωή των Ελλήνων και εμείς ασχολούμαστε με τις κουταμάρες, που προέρχονται από τις μωροφιλοδοξίες δύο-τριών ατόμων, που πόρρω απέχουν από το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας;
Μανώλη, τον Αύγουστο του 2015 είχες λάβει ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιελάμβανε και ένα ερώτημα δικό μου το οποίο έλεγε: (Πως θα αφυπνίσουμε τον κόσμο όταν αυτό πρέπει να γίνει κυρίως μέσω της βιοτής μας και πολύς κόσμος απορρίπτει τον δρόμο του Σταυρού που διαλέξαμε; Όταν ο κόσμος αρνείται να φωτιστούν οι πράξεις του από το φως της Ορθοδοξίας;). Ένα ερώτημα που μου δημιουργήθηκε από τα λόγια που έλεγες σε κάθε ευκαιρία που σου δινόταν. Ότι δηλαδή πρέπει να μιλήσουμε στους ανθρώπους για την ύπαρξη της Παράταξης και ότι αν το πιστέψουμε θα αλλάξουν όλα. Απάντηση δεν έλαβα για το πως εσύ το φαντάστηκες όλο αυτό να δουλεύει. Επιπλέον θεωρείς ήσσονος σημασίας το θέμα της παναίρεσης του οικουμενισμού και σημαντικές τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους. Σε ποια Εκκλησία αναφέρεσαι; Σε αυτήν που στις περισσότερες Μητροπόλεις έχουν καταργηθεί οι ιεροί κανόνες; Που το ποίμνιο είναι εντελώς ακατήχητο; Που πάει περίπατο η ορθοπραξία; Και κανείς δεν μπορεί να με πείσει ότι η διακήρυξη της Ιεράς Συνόδου έγινε για να προστατέψει τον ορθόδοξο Ελληνικό λαό. Έγινε ή γιατί φοβούνται για τον μισθό τους, ή για να μείνει στην ιστορία ότι αντιστάθηκαν. Απο την μία βλέπω τους παλαιοημερολογίτες και μερικούς ακόμα που σταματούν κάθε κοινωνία και δημιουργούν σχίσμα καταδικάζοντας έτσι τους εαυτούς τους και από την άλλη απόψεις σαν την δική σου. Πως θα μπει στην βουλή αδελφέ Μανώλη η Κοινωνία για να βάλει τα πράγματα σε μια τάξη, αν δεν ζούμε εν μετανοία Κλήρος και λαός ορθοτομούντες το Λόγο της Αληθείας; Και εν τέλει, η ζωή αυτή είναι για να διαλέξουμε στρατόπεδο και όχι να για να κρατούμε με νύχια και με δόντια μια αρρωστημένη κατάσταση. Μέχρι και ο Καποδίστριας είπες πως ζήτησε από τον Θεό να τον πάρει. ΌΛΟΙ έχουμε την προσωπική μας ευθύνη για την ζωή μας, δεν μπορεί να τραβούν το λούκι πάντα οι λίγοι. Η Ελλάδα θα παραμείνει Ορθόδοξη ΜΟΝΟ αν οι Έλληνες κρατήσουμε την Πίστη. Χρήστος Τσαούσης
ΔιαγραφήΣυμφωνώ στα περισσότερα, αλλά επιτρέψτε μου μία παρατήρηση: «εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ, Χριστὸς καταγγέλλεται» και αλλοίμονο μας αν δεν αναγνωρίσουμε στην Ιεραρχία αυτή την προσπάθεια.
ΔιαγραφήΔεν εξετάζω το γιατί, αλλά η στάση των Ιεραρχών αυτή τη στιγμή δίνει γροθιά στο πολιτικό σύστημα και οφείλουμε να το στηρίξουμε. Η μάχη με το κατεστημένο είναι διαρκής και χρειάζεται νίκες στις μικρές μάχες, όπως αυτή. Η Ιεραρχία μας όπλισε με επιπλέον επιχειρήματα και δεν πρέπει να αφήσουμε να πάει χαμένη αυτή η ευκαιρία.
Η χώρα δανείζετε από τοκογλύφους για να καλύπτει και τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑνοικτή ερώτηση: Δεν μπορεί το εκκλησίασμα να θρέψει τους Ιερωμένους μας όπως το έπραξε για 1667 χρόνια, γιατί οι ευλογημένοι δεν αποποιούνται το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου, σε αυτές τις τραγικές στιγμές που περνά η χώρα;
Το εκκλησίασμα πένεται αγαπητέ μου.
ΔιαγραφήΠροτιμότερο θα ήταν να ζητηθεί από το σάπιο πολιτικό κατεστημένο να αποποιηθεί μέρος των σκανδαλωδών προνομίων που ληστρικά νέμεται και απολαμβάνει.Πόσα πάιρνουν οι βολευτές σε χρήμα και υπηρεσίες; οι ευρωβολευτές; οι διαπλεκόμενοι κάθε είδους;
οι έγγαμοι κληρικοί τι να αποποιηθούν όταν έχουν οικογένεια να θρέψουν; για τους άγαμους και τους επισκόπους συζητητέο. αλλά επιτέλους τι χρωστά αυτό το ληστρικό κράτος στην εκκλησία ως θεσμό όταν της έχει αρπάξει όλη την περιουσία και της απέμεινε λιγότερο από το 4%;
οι δημοσιογράφοι και τα διάφονα φερέφωνα της διαφθοράς έχουν κάνει σπουδαία δουλειά όλα τα τελευταία τουλάχιστον χρόνια, με το αζημίωτο φυσικά.
Που είναι η απόδοση της δικαιοσύνης για τους παράνομους που πούλησαν τη χώρα; Ο κ. Πικραμενος που έβγαλε το μνημόνιο συνταγματικό αποζημιώθηκε με το αξίωμα του πρωθυπουργού. ο Παπακωνσταντίνου πήρε 1 χρόνο φυλακή με τριετή αναστολή. Ο ΓΑΠ κυκλοφορεί ελεύθερος και λέει να αποποιηθούμε το καστελλοριζο από την Ελληνική ΑΟΖ. Ονειδος για όλους τους Έλληνες πιά.
Μπορείτε να μας πείτε συγκεκριμένα που, τι και πότε γινόταν για 1667 χρόνια;
ΔιαγραφήΔεν ξέρω τι κάνει το κράτος για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, ξέρω καλά, όμως, πως ανέλαβε την μισθοδοσία των κληρικών με αντάλλαγμα πάνω από το μισό της εκκλησιαστικής περιουσίας. Όλα τα δημόσια νοσοκομεία, σχολεία, πανεπιστήμια και κοινωνικά ιδρύματα είναι χτισμένα σε εκκλησιαστική περιουσία. Γι' αυτό ας είμαστε μετρημένοι στο τι λέμε.
Γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει θεσμικά πουθενά ο όρος "Δημόσιος Υπάλληλος". Οι άνθρωποι του κλήρου είναι θεσμικά "Θρησκευτικοί λειτουργοί". Όπως και να έχει πολλοί πλέον εργάζονται εθελοντικά καθώς οι μισθοί έχουν μειωθεί αρκετά, ειδικά για κάποιον νέο κληρικό. Ας υπολογίσουμε οτι και πάρα πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς στηρίζουν την Ελληνική οικογένεια καθώς με τον όποιο μισθό λαμβάνουν, τρέφουν συνήθως 4 και 5 παιδιά και μπράβο τους. Οπότε αν συνυπολογίσουμε το γεγονός οτι και ο λαικός κόσμος δε μπορεί επί το πλείστον να προσφέρει τα απαραίτητα για τη δική του οικογένεια, πως θα προσφέρει ένα μηνιαίο αξιοπρεπές εισόδημα για τους κληρικούς? Ας μη ξεχνάμε και τελευταία οτι το ίδιο το Κράτος πήρε πάρα πολυ μεγάλη περιουσία πρός αξιοποιήση υποτίθεται από την Εκκλησία, χωρίς ουδέποτε να το εκμεταλλευτεί με αντίτιμο το μισθό των ιερομένων. Ας επιστρέψουν τότε, την ιδιοκτησία που δε μπορούν να αξιοποιήσουν.
ΔιαγραφήΠολυ καλη η ενημερωση. Συγχαρητηρια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑληθεινα ολα. Ο θεος να μα φυλαει.
ΑπάντησηΔιαγραφή@MANUEL V. VOLOUDAKIS Γράφεις "που προέρχονται από τις μωροφιλοδοξίες δύο-τριών ατόμων" Ποιούς υποννοείς;
ΑπάντησηΔιαγραφή@MANUEL V. VOLOUDAKIS Ελπίζω ότι θά λάβω απάντηση.
ΔιαγραφήΦυσικά και θα λάβετε απάντηση αγαπητέ μου κ. Λιάκο.
ΔιαγραφήΗ Ελλάδα μας έχει καταντήσει η χώρα των "δήθεν" και του "ο,τι δηλώσεις". Έτσι, δεν έχει σημασία αν είσαι ιεράρχης ή κληρικός που διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία. Αρκεί να δηλώσεις "παραδοσιακός" και υπέρμαχος του αντιοικουμενισμού και μπορεί να διεκδικήσεις μέχρι και ... αρχιεπισκοπικό θρόνο!
Ομοίως, δεν έχει καμία σημασία αν πριν μία εικοσαετία ήσουν η φωνή και η γραφίδα του Οικουμενικού θρόνου. Δηλώνοντας απλά πως τότε δεν ήξερες, απαιτείς να αναγνωρίσουν όλοι την μεγαλειότητά σου ως τον επικεφαλής του ... αντιοικουμενιστικού αγώνα.
Ούτε έχει σημασία αν είσαι υπέρμαχος του ενός και του άλλου πολιτικάντη ή/και επιχειρηματία-μαφιόζου. Με λίγα λόγια και την σχετική διαφήμιση-πλύσιμο εγκεφάλου από τα μισθοφορικά "εκκλησιαστικά" Μέσα, είναι ο ... εκφραστής τους Ορθοδόξου πνεύματος!
«Και τι έτι λέγω; επιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί» όλων αυτών, που χωρίς επίγνωση και ντροπή εμπαίζουν την Πίστη αλλά και την νοημοσύνη μας.
ΥΓ. Αυτή είναι η απάντησή μου είτε ερωτώμαι δημόσια ή ιδιωτικά. Από επιλογή δεν αναφέρομαι σε ονόματα γιατί εν προκειμένω δεν έχει σημασία το ΠΟΙΟΣ κάνει κάτι, αλλά το ΤΙ κάνει!
ΔιαγραφήΟφείλουμε όλοι να είμαστε σε επαγρύπνηση και να παρακολουθούμε τα πάντα γύρω μας.
Γιατί κάποιοι πολεμούν μετά πάθους την φωνή της Αληθείας; Αυτό πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο από ποτέ.
Η δεύτερη παράγραφος τής απαντήσεώς σου "φωτογραφίζει" τόν π. Θεόδωρο Ζήση, συνεκδοχικώς λοιπόν τά δυό τρία άτομα είναι οι συν αυτώ αποτειχισθέντες ιερείς.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφεις λοιπόν λοιπόν περί αυτών " ότι ασχολούμαστε με τις κουταμάρες, που προέρχονται από τις μωροφιλοδοξίες δύο-τριών ατόμων, που πόρρω απέχουν από το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας"!
Αναφέρεσαι σέ ομολογητές ιερείς μέ γνήσιο Ορθόδοξο φρόνημα που δέν λούφαξαν όπως οι περισσότεροι αλλά τόλμησαν! Τούς αποδίδεις τήν κατηγορία τής "ιδιοτέλειας" (είναι οι "μωροφιλοδοξίες"). Η κατηγορία είναι αστήρικτη, άδικη εμπαθής καί μέ πνεύμα αλαζονικό, εν τέλει δε, αήθης. Εάν μού έλεγες "κάνουν λάθος" στό ζήτημα θά σεβόμουν τήν άποψή σου, αλλά δέν θά συμφωνούσα. Στήν κατηγορία όμως αυτή εξανίσταμαι γιά τούς λόγους που προανέφερα, αλλά καί γιά έναν ακόμη: είμαι ένας από αυτούς που αναπαύονται μέ αυτές τίς "κουταμάρες", άρα λοιπόν παίρνει κι εμένα η μπάλλα...Όταν λοιπόν κάποιος διεκδική γιά τόν εαυτόν του αμέσως ή εμμέσως τό αλάθητο μέ τρόπο αλαζονικό, αναδεικνύει εαυτόν άφιλον. Λυπούμαι γιά τήν εξέλιξη αυτή, ΛΥΠΟΥΜΑΙ ΠΟΛΥ!
Παρότι βγάλατε πολλά αυθαίρετα συμπεράσματα από την απάντησή μου, θα συνοψίσω την συζήτηση με μία τραγική διαπίστωση: Η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την αμάθεια!
ΔιαγραφήΝομίζω μέχρι σήμερα δεν έχω δώσει το δικαίωμα να με κατηγορήσει κανείς πως θεωρώ τον εαυτό μου αλάθητο. Δεν διστάζω να ζητήσω συγνώμη όπου σφάλλω και συζητώ τα πάντα, ακόμα και τις βαθειές πεποιθήσεις μου, αλλά με επιχειρήματα και κυρίως με την πραγματικότητα και όχι με συναισθηματισμούς που δεν οδηγούν πουθενά.
ΑΙΔΩΣ!
Διαγραφή