Μια ανίερη προσπάθεια, που ξεκίνησε το 1833!
Το ζήτημα της διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό και αυτό φαίνεται από το πόσο νωρίς τέθηκε για πρώτη φορά. Το 1833(!), δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μοναδικού Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Α. Καποδίστρια, ο Βαυαρός προτεστάντης αντιβασιλέας Όθωνας εξέδωσε το πρώτο Βασιλικό Διάταγμα με σκοπό να διαλύσει περισσότερα από 400 μοναστήρια και να δημιουργήσει με την κινητή και ακίνητη περιουσία τους το "Εκκλησιαστικό Ταμείο". Την κίνησή του αυτή ενίσχυσε με νέο Βασιλικό Διάταγμα ένα χρόνο μετά, το 1834.
Στην συνέχεια, το 1836, απαλλοτρίωσε και άλλες εκτάσεις, που ανήκαν σε μοναστήρια, με το ελεεινό πρόσχημα «χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων», ενώ επέβαλλε βαρειά φορολογία στην εναπομείνασα Εκκλησιαστική περιουσία.
Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922, το Ελληνικό κράτος φασιστικά συνέχισε με μεγαλύτερη σφοδρότητα την αρπαγή της Εκκλησιαστικής περιουσίας, με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 –ο λεγόμενος "αγροτικός νόμος"– και πρόσχημα την αποκατάσταση των προσφύγων, των ακτημόνων και για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας».
Πρέπει να τονίσουμε πως κατά την περίοδο από το 1917 μέχρι το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών. Σε αντάλλαγμα, το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόλις το 4% της αξίας της περιουσίας που απαλλοτρίωσε και οφείλει μέχρι σήμερα το υπόλοιπο 96%! Επιπλέον, όπως ήταν απολύτως φυσικό, τα περισσότερα μοναστήρια δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν και σταδιακά έπαυσαν να λειτουργούν!
Το 1931, με τον νόμο 4684/1931 «Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» το Ελληνικό Κράτος προχώρησε στην ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών αδιαφορώντας για τις ενστάσεις της Εκκλησίας. Ωστόσο τα χρήματα, που απέφερε αυτή η ρευστοποίηση εξανεμίστηκαν πλήρως εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!
Στις 18/9/1952 η Ελληνική Πολιτεία επέβαλε την «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που υποχρέωσε την Εκκλησία της Ελλάδος να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη Σύμβαση του 1952 περιέχεται η δέσμευση εκ μέρους της Πολιτείας πως η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον(!). Επιπλέον, υπάρχει και η διαβεβαίωση ότι το Κράτος θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη –υλική και τεχνική– ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της.
Στην ίδια Σύμβαση καθιερώθηκε και η μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό –του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών ξεκίνησε από το 1980– ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Το Κράτος δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το αντίτιμο, που προέβλεπε ο νόμος του 1932 και γι’ αυτό συμφωνήθηκε η άνευ χρονικού περιορισμού ή τέλους μισθοδοσία των Κληρικών από την Πολιτεία.
Η εν συντομία παράθεση των ιστορικών γεγονότων γίνεται πλήρως αποδεκτή στο επαίσχυντο προσχέδιο της "εξορθολόγησης" των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, που αναφέρει:
«1) Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2) Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε».
Εν συνεχεία η "Συμφωνία" αυθαίρετα και άνευ επιχειρημάτων προχωράει στην παύση της δέσμευσης της Συμβάσεως του 1952 περί της μισθοδοσίας των Κληρικών, λέγοντας πως «3) Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4) Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».
Είναι απορίας άξιο γιατί η Διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, δέχεται να συζητήσει αυτή τη θέση των πολιτικών ζημιώνοντας τα δικαιώματα του Ιερού Κλήρου αλλά και απεμπολώντας κάθε μελλοντική προσπάθεια αποκαταστάσεως αυτής της αδικίας. Είναι ανεξήγητο πώς εκ μέρους των Εκκλησιαστικών ηγετών γίνονται αποδεκτοί οι όροι, που προβλέπουν ότι «5) Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6) Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών».
Αυτή η διάταξη, πώς εξασφαλίζει τους Ιερείς από την αυθαίρετη κατακράτηση ή δέσμευση μισθών, μη αρεστών στον Μητροπολίτη Κληρικών, αφού δεν θα κρίνει πλέον το Κράτος μεταξύ των διαδίκων αλλά θα εποπτεύει μόνο για να μη γίνεται διασπάθιση της επιδοτήσεως; Γιατί, άλλο πράγμα είναι η μη επίδοση των μισθών στη χρονική τους στιγμή και άλλο η διασπάθιση χρημάτων. Τέτοιες κατακρατήσεις μισθών ήσαν κοινός τόπος προ της υπαγωγής των Ιερέων στο Δημόσιο, οι Κληρικοί, μάλιστα, εκπαιδευτικοί των εκκλησιαστικών Σχολείων επληρώνοντο ανά τριμηνία και πλέον!
«7) Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8) Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης».
Τέλος είναι παντελώς ακατανόητη, όσο και –μετά συγχωρήσεως– ύποπτη η δέσμευση εκ μέρους της Διοικήσεως της Εκκλησίας για συνδιαχείριση της περιουσίας της με το Κράτος. Φαίνεται πως οι Ιεράρχες μας ξέχασαν ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από απλούς πιστούς ανθρώπους, που την παρέδωσαν στον Θεό και στους Κληρικούς Του, επειδή θεωρούν αυτούς περισσότερο αξιόπιστους από τους αμοραλιστές Πολιτικούς στη διαχείριση των Ιερών χρημάτων και αποκτημάτων. Δεν την παρέδωσαν για να γίνει άνευ όρων Χαριστήριο-συμβιβασμός, απότοκα εκβιασμών υψηλοβάθμων Κληρικών από τούς Κρατούντες. Υπενθυμίζουμε αυτό που θα έπρεπε να μας θυμίζουν οι Ποιμένες μας, ότι όλοι οι διαχειριστές της Ιεράς Περιουσίας θα λογοδοτήσουν στον Θεό μας, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων!
«9) Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10) Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού».
Ο Ιερός Κλήρος θα επιλέγει εκπροσώπους, ή θα τους επιλέγουν οι Επίσκοποι, όπως συνήθως; Σαφώς και, βεβαίως, το δεύτερο!
«11) Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12) Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13) Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14) Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15) Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της».
Διερωτώμαι: Ποιό τελικά το όφελος της Εκκλησίας μας από τη Συμφωνία με την Κυβέρνηση; Η Κυβέρνηση έλαβε το 100%, χωρίς να δώση ΑΠΟΛΥΤΩΣ τίποτα στην Εκκλησία, κάτι που δεν το είχε και πριν από τη συμφωνία αυτή! Η διαβόητη Συμφωνία, αν ό μη γένοιτο κυρωθεί, θα παραμείνη στην Ιστορία ως η πλέον ληστρική συμφωνία Κράτους – Εκκλησίας, που έγινε από καταβολής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και η Εκκλησιαστική Διοίκηση με τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό!
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε την εξαθλίωση των αγωνιστών και αδιακόπως μοχθούντων Ιερέων μας, γιατί γνωρίζουμε από πολύ κοντά ότι δεν επιτελούν απλώς ένα λειτούργημα, αλλά καθημερινή Λατρεία προς τον Θεόν μας και εκδαπάνηση υπέρ του Ποιμνίου τους.
Όπως πολύ σωστά είχε επισημανθεί στο προηγούμενο πρωτοσέλιδο του «ΟΤ», όσοι Ιεράρχες εκβιάζονται θα πρέπει να παραιτηθούν και να απαλλάξουν την Εκκλησία από τα βαρίδια, που την κρατούν έρμαιο των ορέξεων αθέων αμοραλιστών πολιτικών. Άλλωστε η υποχώρηση σε έναν εκβιασμό δεν σε εξασφαλίζει, γιατί ένα μυστικό που το ξέρουν δύο ή τρεις, παύει να είναι μυστικό! Κι όταν πάψει να είναι μυστικό, δεν μπορείς να ξέρεις ποιός θα το φανερώσει...
___________________
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος»
Το ζήτημα της διαχείρισης της Εκκλησιαστικής περιουσίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό και αυτό φαίνεται από το πόσο νωρίς τέθηκε για πρώτη φορά. Το 1833(!), δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μοναδικού Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Α. Καποδίστρια, ο Βαυαρός προτεστάντης αντιβασιλέας Όθωνας εξέδωσε το πρώτο Βασιλικό Διάταγμα με σκοπό να διαλύσει περισσότερα από 400 μοναστήρια και να δημιουργήσει με την κινητή και ακίνητη περιουσία τους το "Εκκλησιαστικό Ταμείο". Την κίνησή του αυτή ενίσχυσε με νέο Βασιλικό Διάταγμα ένα χρόνο μετά, το 1834.
Στην συνέχεια, το 1836, απαλλοτρίωσε και άλλες εκτάσεις, που ανήκαν σε μοναστήρια, με το ελεεινό πρόσχημα «χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων», ενώ επέβαλλε βαρειά φορολογία στην εναπομείνασα Εκκλησιαστική περιουσία.
Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922, το Ελληνικό κράτος φασιστικά συνέχισε με μεγαλύτερη σφοδρότητα την αρπαγή της Εκκλησιαστικής περιουσίας, με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 –ο λεγόμενος "αγροτικός νόμος"– και πρόσχημα την αποκατάσταση των προσφύγων, των ακτημόνων και για λόγους «προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας».
Πρέπει να τονίσουμε πως κατά την περίοδο από το 1917 μέχρι το 1930 απαλλοτριώθηκαν εκτάσεις της Εκκλησιαστικής περιουσίας αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών. Σε αντάλλαγμα, το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόλις το 4% της αξίας της περιουσίας που απαλλοτρίωσε και οφείλει μέχρι σήμερα το υπόλοιπο 96%! Επιπλέον, όπως ήταν απολύτως φυσικό, τα περισσότερα μοναστήρια δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν και σταδιακά έπαυσαν να λειτουργούν!
Το 1931, με τον νόμο 4684/1931 «Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας» το Ελληνικό Κράτος προχώρησε στην ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών αδιαφορώντας για τις ενστάσεις της Εκκλησίας. Ωστόσο τα χρήματα, που απέφερε αυτή η ρευστοποίηση εξανεμίστηκαν πλήρως εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!
Στις 18/9/1952 η Ελληνική Πολιτεία επέβαλε την «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που υποχρέωσε την Εκκλησία της Ελλάδος να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη Σύμβαση του 1952 περιέχεται η δέσμευση εκ μέρους της Πολιτείας πως η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον(!). Επιπλέον, υπάρχει και η διαβεβαίωση ότι το Κράτος θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη –υλική και τεχνική– ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία της.
Στην ίδια Σύμβαση καθιερώθηκε και η μισθοδοσία των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό –του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών ξεκίνησε από το 1980– ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Το Κράτος δεν ήταν σε θέση να καταβάλει το αντίτιμο, που προέβλεπε ο νόμος του 1932 και γι’ αυτό συμφωνήθηκε η άνευ χρονικού περιορισμού ή τέλους μισθοδοσία των Κληρικών από την Πολιτεία.
Η εν συντομία παράθεση των ιστορικών γεγονότων γίνεται πλήρως αποδεκτή στο επαίσχυντο προσχέδιο της "εξορθολόγησης" των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, που αναφέρει:
«1) Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2) Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε».
Εν συνεχεία η "Συμφωνία" αυθαίρετα και άνευ επιχειρημάτων προχωράει στην παύση της δέσμευσης της Συμβάσεως του 1952 περί της μισθοδοσίας των Κληρικών, λέγοντας πως «3) Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4) Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου».
Είναι απορίας άξιο γιατί η Διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, δέχεται να συζητήσει αυτή τη θέση των πολιτικών ζημιώνοντας τα δικαιώματα του Ιερού Κλήρου αλλά και απεμπολώντας κάθε μελλοντική προσπάθεια αποκαταστάσεως αυτής της αδικίας. Είναι ανεξήγητο πώς εκ μέρους των Εκκλησιαστικών ηγετών γίνονται αποδεκτοί οι όροι, που προβλέπουν ότι «5) Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6) Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών».
Αυτή η διάταξη, πώς εξασφαλίζει τους Ιερείς από την αυθαίρετη κατακράτηση ή δέσμευση μισθών, μη αρεστών στον Μητροπολίτη Κληρικών, αφού δεν θα κρίνει πλέον το Κράτος μεταξύ των διαδίκων αλλά θα εποπτεύει μόνο για να μη γίνεται διασπάθιση της επιδοτήσεως; Γιατί, άλλο πράγμα είναι η μη επίδοση των μισθών στη χρονική τους στιγμή και άλλο η διασπάθιση χρημάτων. Τέτοιες κατακρατήσεις μισθών ήσαν κοινός τόπος προ της υπαγωγής των Ιερέων στο Δημόσιο, οι Κληρικοί, μάλιστα, εκπαιδευτικοί των εκκλησιαστικών Σχολείων επληρώνοντο ανά τριμηνία και πλέον!
«7) Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8) Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης».
Τέλος είναι παντελώς ακατανόητη, όσο και –μετά συγχωρήσεως– ύποπτη η δέσμευση εκ μέρους της Διοικήσεως της Εκκλησίας για συνδιαχείριση της περιουσίας της με το Κράτος. Φαίνεται πως οι Ιεράρχες μας ξέχασαν ότι η περιουσία της Εκκλησίας προέρχεται από απλούς πιστούς ανθρώπους, που την παρέδωσαν στον Θεό και στους Κληρικούς Του, επειδή θεωρούν αυτούς περισσότερο αξιόπιστους από τους αμοραλιστές Πολιτικούς στη διαχείριση των Ιερών χρημάτων και αποκτημάτων. Δεν την παρέδωσαν για να γίνει άνευ όρων Χαριστήριο-συμβιβασμός, απότοκα εκβιασμών υψηλοβάθμων Κληρικών από τούς Κρατούντες. Υπενθυμίζουμε αυτό που θα έπρεπε να μας θυμίζουν οι Ποιμένες μας, ότι όλοι οι διαχειριστές της Ιεράς Περιουσίας θα λογοδοτήσουν στον Θεό μας, αλλά και ενώπιον των ανθρώπων!
«9) Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10) Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού».
Ο Ιερός Κλήρος θα επιλέγει εκπροσώπους, ή θα τους επιλέγουν οι Επίσκοποι, όπως συνήθως; Σαφώς και, βεβαίως, το δεύτερο!
«11) Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12) Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13) Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14) Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15) Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της».
Διερωτώμαι: Ποιό τελικά το όφελος της Εκκλησίας μας από τη Συμφωνία με την Κυβέρνηση; Η Κυβέρνηση έλαβε το 100%, χωρίς να δώση ΑΠΟΛΥΤΩΣ τίποτα στην Εκκλησία, κάτι που δεν το είχε και πριν από τη συμφωνία αυτή! Η διαβόητη Συμφωνία, αν ό μη γένοιτο κυρωθεί, θα παραμείνη στην Ιστορία ως η πλέον ληστρική συμφωνία Κράτους – Εκκλησίας, που έγινε από καταβολής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και η Εκκλησιαστική Διοίκηση με τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό!
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε την εξαθλίωση των αγωνιστών και αδιακόπως μοχθούντων Ιερέων μας, γιατί γνωρίζουμε από πολύ κοντά ότι δεν επιτελούν απλώς ένα λειτούργημα, αλλά καθημερινή Λατρεία προς τον Θεόν μας και εκδαπάνηση υπέρ του Ποιμνίου τους.
Όπως πολύ σωστά είχε επισημανθεί στο προηγούμενο πρωτοσέλιδο του «ΟΤ», όσοι Ιεράρχες εκβιάζονται θα πρέπει να παραιτηθούν και να απαλλάξουν την Εκκλησία από τα βαρίδια, που την κρατούν έρμαιο των ορέξεων αθέων αμοραλιστών πολιτικών. Άλλωστε η υποχώρηση σε έναν εκβιασμό δεν σε εξασφαλίζει, γιατί ένα μυστικό που το ξέρουν δύο ή τρεις, παύει να είναι μυστικό! Κι όταν πάψει να είναι μυστικό, δεν μπορείς να ξέρεις ποιός θα το φανερώσει...
___________________
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου