«Μέχρι το μεσημέρι τα χαρμόσυνα νέα είχαν κυκλοφορήσει σε κάθε γωνιά της πρωτεύουσας και οι Αθηναίοι ξεχύνονταν στους δρόμους. Μια λαοθάλασσα, που ξεκινούσε από το Σύνταγμα και έφτανε μέχρι τη συμβολή Πατησίων και Αγίου Μελετίου, ζούσε το απόλυτο παραλήρημα. Μια μέρα αλλιώτικη, ονειρεμένη, που λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν. Μια μεγάλη παρένθεση μέσα στο χρόνο έκλεινε, μια δύναμη πανίσχυρη ένωσε ξανά το κομμένο νήμα της ζωής, δίνοντας πνοή στα κορμιά των νεκροζώντανων κατοίκων της κουρσεμένης πόλης.
Επιτέλους, εκείνο το πρωινό δεν θα αντίκριζαν τον αγκυλωτό σταυρό στο βράχο της Ακρόπολης, που επί τριάμισι χρόνια βεβήλωνε τα κατάλευκα ιερά μάρμαρα του Παρθενώνα! Εκείνο το πρωινό ο αέρας μοσχομύριζε, ο ήλιος έλαμπε αλλιώτικα, τα πουλιά είχαν ξεθαρρέψει και τα κορίτσια είχαν γίνει τόσο όμορφα! Εκείνο το πανέμορφο πρωινό ο χρόνος που τόσον καιρό είχε παγώσει, άρχιζε και πάλι να κυλά.
Τι παραλήρημα ξέφρενης χαράς ήταν εκείνο! Πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια; Πόσοι κήποι, πόσες γλάστρες άνθισαν ξαφνικά και γέμισε ο τόπος λευκά, κόκκινα, ροζ, κίτρινα μοσχομυρωδάτα λουλούδια! Στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια το πλήθος ραίνει τα τζιπ των Άγγλων με λουλούδια. Φιλάει τους στρατιώτες, τους σηκώνει στα χέρια, τους αποθεώνει. Σπρώχνοντας για να περάσει, τραγουδώντας και χορεύοντας, ο κόσμος αγκαλιάζεται, φιλιέται κι ας μην ξέρει με ποιους. Τι σημασία έχει! Χριστός ανέστη, ακούγεται από όλα τα στόματα! Μουσική βγαίνει από τα μεγάφωνα του δρόμου. Τα παιδιά κυματίζουν χαρούμενα τις χάρτινες σημαιούλες, Ελληνικές και συμμαχικές. Όλοι χορεύουν και τραγουδούν αγκαλιασμένοι.
Δε θα μπορούσαν, βέβαια, να λείψουν από τη μεγαλύτερη χαρά που γνώρισε ποτέ η Αθήνα, οι πρωτομάρτυρες της λευτεριάς: Οι ανάπηροι του μετώπου, χαμογελαστοί πάνω στα καροτσάκια τους. Και στροβιλιζόταν ο κόσμος μέσα στη δίνη της χαράς, μη μπορώντας ακόμα να διακρίνει αν αυτά που ζούσε ήταν όνειρο ή πραγματικότητα.
Πού βρέθηκαν τόσες φωνές, αλήθεια! Πώς κατάφεραν να βγουν μέσα από τα αδυνατισμένα πνευμόνια! Ο κόσμος είχε ξεχάσει να μιλά μεγαλόφωνα. Ο φόβος υπαγόρευε τον ψίθυρο.
Τόσο φως πού βρέθηκε και ξεχύθηκε μέσα στα σπίτια από τα διάπλατα παράθυρα! Τριάμισι χρόνια όλοι ζούσαν με κλειστά παραθυρόφυλλα κι επτασφράγιστες καρδιές. Είχε γίνει τρόπος ζωής το ζοφερό σκοτάδι.
Και τόσα χαμόγελα! Το γέλιο ήταν κακούργημα και η χαρά πλημμέλημα για κάθε Έλληνα, για κάθε εξανδραποδισμένο και κατακτημένο.
Στο μεταξύ, Ατθίδες με εθνικές ενδυμασίες μεταφέρουν και υψώνουν στην Ακρόπολη την ελληνική σημαία, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών δεν έχουν σταματήσει να χτυπούν ούτε λεπτό από το πρωί.
Και να 'μαστε τώρα εδώ, ξαναγεννημένοι από τις στάχτες μας, από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ βγαλμένοι, της ελευθερίας άπληστα να ρουφάμε τους χυμούς.
Τελικά, δεν τα πήρε όλα ο πόλεμος!
Σε λίγες μέρες η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας φτάνει στην ταραγμένη Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου θα υψώσει την κυανόλευκη και πάλι στον ιστό της, εκεί που ανήκει, στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, που η σβάστικα επέμενε τόσα χρόνια να μολύνει.
Από τότε και μετά, η ζωή καρκινοβατώντας παλεύει να βρει ξανά τους ρυθμούς της. Ένα βήμα εμπρός, δύο πίσω. Ο πληθωρισμός και οι στερήσεις συνεχίζονται, το ίδιο και οι πυροβολισμοί και οι σκοτωμοί. Μα τί άλλαξε λοιπόν; Δεν τελείωσε ο πόλεμος; Ποιοι είναι πάλι ετούτοι που σκοτώνονται και σκοτώνουν;
Είναι οι Έλληνες που σκοτώνουν τους Έλληνες. Είναι τα παιδιά της ετοιμοθάνατης Ελλάδας, που τσακώνονται για την κληρονομιά...».
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Μετά την Καταστροφή, Σμύρνη-Κατοχή» της Χριστιάννας Λούπα. Το αφιερώνω χωρίς κανένα επιπλέον σχόλιο, στην αυριανή (12/10) 70η επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας από την Γερμανική κατοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου