Την ώρα που μπήκαμεν στη βάρκα, είδαμεν τη θάλασσα κόκκινην αφ' το αίμα. Άλλο δεν ακούαμεν φωνές, κλιάματα κ’ εβλέπαμεν παντού φωτιές. Σαν εφύγαμεν λίγο μακριά, οι Τούρκοι μάς τραβούσανε και τα κουρσούμια (οι σφαίρες. Στα Τουρκικά kurcun=σφαίρα) περνούσαν από πάνω αφ' τα κεφάλια μας. Λίγο να μας σκοτώσουν. Βλέπαμε στην ακρογιαλιά εκείνους που μείνανε και τι να δούμενε... Οι Τούρκοι τούς εσφάζανε, τους εκάμνανε κομμάτια και τα πετούσανε στον αγέρα.
Τα όσα είδαν τα μάτια μου ποτές μου δεν θα τα ξεχάσω!
Τα όσα είδαν τα μάτια μου ποτές μου δεν θα τα ξεχάσω!
Σαν ηφτάσαμε στη Σάμο, οι Σαμιώτες δεν μας ηθέλανε γιατί δεν είχαμε λεφτά. Όποιοι δεν είχανε λεφτά, τους εγδύνανε και τους εστέλλανε στο Μοριά. Εκεί μάς εστείλανε κ' εμάς. Ο πατέρας μου που τον πήραν οι Σαμιώτες, τους ξέκοψε και πήγε κ' εκείνος στο Μοριά, καταγυρεύοντας να μάθει για μας. Τον έπιασε (τον κατέλαβε) θέρμη (ψηλός πυρετός) και εκοιτούντανε (ήταν κατάκοιτος) σ' ένα υπόγειο. Επηγαίνανε το λοιπόν τότες όλες οι Χιώτισσες όπου εμαθαίνανε πως ήταν Χιώτες και τους εκάμνανε ρεμέντια (θεραπείες, γιατροσόφια. Στα Λατινικά remedium=αντιφάρμακο). Επήγαινε λοιπόν και η μητέρα μου για να μάθει για τον άντρα της. Μα δεν τον εγνώρισένε γιατί ήταν αγνώριστος αφ' την αρρώστια. Ερώτανε πια τους άρρωστους: «Ποιος είσαι σύ; Ποιος είσαι συ;». Και της ελέγανε. Ερώτησε κ’ εκείνονε και της είπεν! «Είμαι ο Φραγκούλης ο Μπούρας». Τότες η μητέρα μου τον γνώρισένε και μεις τον εγνωρίσαμεν και ανταμωθήκαμεν πάλι όλοι.
Σαν εγίνηκεν καλά ο πατέρας μου, μας ήλεγένε: «Είχαμεν τύχη που φύγαμεν αφ' τον Άγιο Μηνά, γιατί οι Τούρκοι τούς έσφαξαν όλους. Επειδή δεν ημπορούσανε ν' ανοίξουνε την πόρτα, εκάμανε μιαν τρύπα στον τοίχο κ' εμπήκανε μέσα κ' εμπαίναν ένας ένας. Ύστερι εμπήκαν όλοι κ' εσφάξαν όλους τούς Χριστιανούς κ’ εκάψανε την Εκκλησιά ως και μέσα στη στέρνα ερρίξανε φωτιά και τους εκάψανε».
Ύστερ’ από κάμποσα χρόνια εγυρίσαμε πίσω στη Χίο κ' επήγαμεν να βρούμε τα σπίτια μας. Μα όχι σπίτια, αλλά ούτε σημάδι δε βρήκαμένε.
Η Χίος όλη ήταν σκόνη, καμένα όλα και δεν μπορούσαμεν να καταλάβομεν πού ήταν το σπίτι μας, κ' έτσι εφύγαμεν κ' επήγαμεν στη Σύρα.
β) Η αδερφή μου η παντρεμένη, την ώρα που γίνηκεν η σφαγή, εγέννησενε. Ο άντρας της ήφυγενε και την άφηκε μοναχή στο σπίτι κ' έτσι εγέννησε μοναχή της. Οι Τούρκοι κάτω από το σπίτι της εβάζαν φωτιά. Τι να κάμει το λοιπόν; Παίρνει το μωρό και το δένει μπρος στο λαιμό της κ’ ένα μπογαλάκι ρούχα στην πλάτη της και το τετραβγάγγελο (το τετραβάγγελο αυτό σώζεται στην οικογένεια Πλουμή με κατάδηλα τα ίχνη τής θάλασσας) κι' από ταράτσα σε ταράτσα βγαίνει στην ακρογιαλιά και πέφτει στη θάλασσα. Η θάλασσα κοκκίνησεν αφ’ το αίμα της, εκείνην την στιγμήν ήταν ό,τι που γέννησενε. Εκείνην την ώρα ήρχουνταν μια βάρκα από βασιλικό εγγλέζικο βαπόρι, κ’ ενόμισαν πως ήτανε λαβωμένη και την πήρανε και την πήγανε στο βαπόρι και την αρωτούσανε πού ήταν κτυπημένη. Τως είπενε πως δεν ήταν κτυπημένη πούβετα (κάπου, σε κάποιο σημείο, πουθενά), μόνο πως εγέννησε. Την αλλάξανε, της εδώκανε ρούχα και βαφτίσανε το μωρό και το βγάλανε Χιωνίτσα. Την εφέρανε στη Σύρα, όπου ανταμώθηκε με την αδελφή της. Τον άντρα της τον εσκότωσαν οι Τούρκοι.
[ προηγούμενη σελίδα ] [ επόμενη σελίδα ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου